λινάτσα — η χοντρό ύφασμα από λινάρι ή κάνναβη: Βάλαμε τις πατάτες σ’ ένα σακί από λινάτσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καναβόπανο — και κανναβόπανο, το [κάν(ν)αβις] χοντρό ύφασμα από ίνες καν(ν)αβιού, λινάτσα, καν(ν)αβάτσο … Dictionary of Greek
παλέτσα — η, και παλέτσι, το είδος χονδρού υφάσματος από το οποίο κατασκευάζονται οι σάκοι, λινάτσα … Dictionary of Greek
φασίνα — η, Ν 1. ναυτ. λινάτσα, κουρέλι ή και κομμάτι υφάσματος που χρησιμοποιείται είτε για την περιέλιξη τών σχοινιών είτε για τον καθαρισμό τού πλοίου 2. μτφ. γενική καθαριότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fascina] … Dictionary of Greek
αισχυνομένη — (aeschynomene). Επιστημονική ονομασία γένους καλλωπιστικών και βιομηχανικών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Είναι ποώδη ή θαμνώδη φυτά, ιθαγενή των θερμών χωρών. Έχουν φύλλα πτεροειδή με λειόχειλα φυλλάρια. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθίες και… … Dictionary of Greek
κανναβόπανο — το κανναβάτσο, λινάτσα: Τα κανναβόπανα δε σκίζονται εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)