λινάτσα

λινάτσα
η
1. χοντρό ύφασμα από λίνο ή κάναβη που χρησιμεύει για τη συσκευασία εμπορευμάτων, ιδίως για την κατασκευή σάκων
2. κομμάτι από φθαρμένο σάκο που χρησιμοποιείται ως σφουγγαρόπανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λινό + κατάλ. -άτσα, πρβλ. μπουγ-άτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λινάτσα — η χοντρό ύφασμα από λινάρι ή κάνναβη: Βάλαμε τις πατάτες σ’ ένα σακί από λινάτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καναβόπανο — και κανναβόπανο, το [κάν(ν)αβις] χοντρό ύφασμα από ίνες καν(ν)αβιού, λινάτσα, καν(ν)αβάτσο …   Dictionary of Greek

  • παλέτσα — η, και παλέτσι, το είδος χονδρού υφάσματος από το οποίο κατασκευάζονται οι σάκοι, λινάτσα …   Dictionary of Greek

  • φασίνα — η, Ν 1. ναυτ. λινάτσα, κουρέλι ή και κομμάτι υφάσματος που χρησιμοποιείται είτε για την περιέλιξη τών σχοινιών είτε για τον καθαρισμό τού πλοίου 2. μτφ. γενική καθαριότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fascina] …   Dictionary of Greek

  • αισχυνομένη — (aeschynomene). Επιστημονική ονομασία γένους καλλωπιστικών και βιομηχανικών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Είναι ποώδη ή θαμνώδη φυτά, ιθαγενή των θερμών χωρών. Έχουν φύλλα πτεροειδή με λειόχειλα φυλλάρια. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθίες και… …   Dictionary of Greek

  • κανναβόπανο — το κανναβάτσο, λινάτσα: Τα κανναβόπανα δε σκίζονται εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”